- μπιστεύομαι
- 1. μετ. доверять;2. αμετ. доверяться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
(ε)μπιστεύομαι — (ε)μπιστεύτηκα, μπιστεμένος, μτβ. και αμτβ. 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον: Δεν τον εμπιστεύομαι. 2. λέω ή παραδίνω κάτι σε κάποιον εμπιστευτικά: Μου εμπιστεύτηκε το μυστικό του. 3. η μτχ. πρκ. ως επίθ., μπιστεμένος, η, ο έμπιστος, αφοσιωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπιστεύομαι — και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι) 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου 2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («τού εμπιστεύομαι τα παιδιά μου,… … Dictionary of Greek